Με διαφορετικό τρόπο τιμήθηκε φέτος η Παγκόσμια Ημέρα Σκλήρυνσης Κατά Πλάκας (World MS Day) λόγω της πανδημίας του κορονοϊού.
Δεν πραγματοποιήθηκαν εκδηλώσεις και ημερίδες αλλά χρησιμοποιώντας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης το hashtag #MSconnections και με μότο “Εγώ συνδέομαι, Εμείς συνδεόμαστε” η καμπάνια εστιάζεται στη δημιουργία συνδέσεων ανάμεσα στα μέλη της και έχει σκοπό να αντισταθεί κοινωνικά στα εμπόδια που οδηγούν τους ανθρώπους που πάσχουν από σκλήρυνση κατά πλάκας σε μοναξιά και κοινωνική απομόνωση.
Το σύμβολο της παγκόσμιας ενημέρωσης και εκστρατείας για τα έτη 2020-2022 είναι η καρδιά εμπνευσμένο από τη νοηματική γλώσσα που σημαίνει τη λέξη “Μαζί”.
Η 30η Μαΐου έχει ορισθεί επίσημα ως η Παγκόσμια Ημέρα Σκλήρυνσης Κατά Πλάκας (World MS Day) από το 2009 μετά από πρωτοβουλία της Διεθνούς Ομοσπονδίας Σκλήρυνσης Κατά Πλάκας.
Καθώς η κοινωνική αποστασιοποίηση λόγω κορονοϊού γίνεται ο νέος κανόνας για πολλούς ανθρώπους, το να μένουν σε επαφή είναι πιο σημαντικό από ποτέ.
Όλη η παγκόσμια κοινότητα ενώνει τα χέρια της σε μια καρδιά και όλοι μαζί συνδέονται, μοιράζονται ιστορίες, ευαισθητοποιούν τον κόσμο και δείχνουν την υποστήριξή τους σε όλους τους πάσχοντες και τις οικογένειές τους.
Η Σκλήρυνση κατά Πλάκας ή Πολλαπλή Σκλήρυνση (MS) ή Διάχυτη Εγκεφαλομυελίτιδα, είναι μία χρόνια νόσος του κεντρικού νευρικού συστήματος, που επηρεάζει τη μυελίνη, το «μονωτικό υλικό» των νεύρων στον εγκέφαλο και την σπονδυλική στήλη. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να διαταράσσεται η ικανότητα επικοινωνίας τμημάτων του νευρικού συστήματος και να δημιουργούνται σωματικά, πνευματικά και ψυχιατρικά προβλήματα στον πάσχοντα. Δεν είναι κληρονομική, μεταδοτική, μολυσματική ή θανατηφόρα. Οι μελέτες δείχνουν πως οι ασθενείς που πάσχουν από τη νόσο έχουν το ίδιο προσδόκιμο χρόνο επιβίωσης με τους ανθρώπους που δεν πάσχουν.
Ο κάθε ασθενής μπορεί να εμφανίσει εντελώς διαφορετικά συμπτώματα. Αρκετά συνηθισμένα είναι η αδυναμία ή το μούδιασμα σε ένα χέρι ή σε ένα πόδι, η θολή όραση, η διπλωπία, ο ίλιγγος ή και η αστάθεια στο βάδισμα. Η διάγνωση γίνεται μόνο από νευρολόγο, ο οποίος συστήνει μαγνητική τομογραφία και ελέγχει παράλληλα την κλινική εικόνα του ασθενή. Αμέσως μετά τη διάγνωση ο νευρολόγος θα αποφασίσει αν είναι απαραίτητο να αρχίσει η θεραπεία και πότε.
Σήμερα μπορεί η ασθένεια να μην είναι ακόμη ιάσιμη αλλά υπάρχουν πολλές θεραπείες που επιβραδύνουν την εξέλιξη της και μειώνουν τις υποτροπές. Οι ενέσιμες θεραπείες (ιντερφερόνες και οξεική γλατιραμέρη), χρησιμοποιούνται από τη δεκαετία του 1990 και διαθέτουν μακροχρόνια δεδομένα αποτελεσματικότητας και ασφάλειας. Υπάρχουν επίσης αρκετά φάρμακα που χορηγούνται από το στόμα ή ενδοφλέβια. Ανάλογα με τη βαρύτητα της νόσου και το προφίλ του ασθενούς ο νευρολόγος αποφασίζει για τη θεραπεία που θα χορηγήσει.
Πηγές: